- Ἐρεβοφοῖτις
- Ἐρεβοφοῖτις, ἡ,A she that walks in Erebos, Sch.Il.19.87.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερεβοφοίτις — ἐρεβοφοῑτις, ἡ (Α) αυτή που συχνάζει στο έρεβος (Σχολ. Ιλ., για ερμηνεία τής λέξης ἠεροφοῑτις, προκειμένου για Ερινύα). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + φοίτις (< φοιτώ)] … Dictionary of Greek